φιλοτεχνικός

φιλοτεχνικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φιλοτεχνία ή στον φιλοτέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλότεχνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στον Μιχ. Σχινά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλοτεχνικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη φιλοτεχνία ή το φιλότεχνο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”